μετανοημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετανοημένος | η | μετανοημένη | το | μετανοημένο |
| γενική | του | μετανοημένου | της | μετανοημένης | του | μετανοημένου |
| αιτιατική | τον | μετανοημένο | τη | μετανοημένη | το | μετανοημένο |
| κλητική | μετανοημένε | μετανοημένη | μετανοημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετανοημένοι | οι | μετανοημένες | τα | μετανοημένα |
| γενική | των | μετανοημένων | των | μετανοημένων | των | μετανοημένων |
| αιτιατική | τους | μετανοημένους | τις | μετανοημένες | τα | μετανοημένα |
| κλητική | μετανοημένοι | μετανοημένες | μετανοημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετανοημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετανοώ
Μεταφράσεις
μετανοημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.