μετανιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετανιώνω < μεσαιωνική ελληνική μετανιώνω < μεταγνώνω / μεταγνώθω < αρχαία ελληνική μεταγιγνώσκω / μεταγινώσκω < γιγνώσκω / γινώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)[1]
- Κατ' άλλη άποψη: < μετάνοι(α) + -ώνω με ορθογραφική απλοποίηση[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈɲo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐νιώ‐νω
Ρήμα
μετανιώνω, αόρ.: μετάνιωσα, μτχ.π.π.: μετανιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- συνειδητοποιώ με συντριβή τα λάθη μου και τις υπαρκτές ή πιθανές επιπτώσεις τους, μετανοώ
- Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτά που είπες.
- αλλάζω γνώμη
- Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως.
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετανιώνω | μετάνιωνα | θα μετανιώνω | να μετανιώνω | μετανιώνοντας | |
| β' ενικ. | μετανιώνεις | μετάνιωνες | θα μετανιώνεις | να μετανιώνεις | μετάνιωνε | |
| γ' ενικ. | μετανιώνει | μετάνιωνε | θα μετανιώνει | να μετανιώνει | ||
| α' πληθ. | μετανιώνουμε | μετανιώναμε | θα μετανιώνουμε | να μετανιώνουμε | ||
| β' πληθ. | μετανιώνετε | μετανιώνατε | θα μετανιώνετε | να μετανιώνετε | μετανιώνετε | |
| γ' πληθ. | μετανιώνουν(ε) | μετάνιωναν μετανιώναν(ε) |
θα μετανιώνουν(ε) | να μετανιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετάνιωσα | θα μετανιώσω | να μετανιώσω | μετανιώσει | ||
| β' ενικ. | μετάνιωσες | θα μετανιώσεις | να μετανιώσεις | μετάνιωσε | ||
| γ' ενικ. | μετάνιωσε | θα μετανιώσει | να μετανιώσει | |||
| α' πληθ. | μετανιώσαμε | θα μετανιώσουμε | να μετανιώσουμε | |||
| β' πληθ. | μετανιώσατε | θα μετανιώσετε | να μετανιώσετε | μετανιώστε | ||
| γ' πληθ. | μετάνιωσαν μετανιώσαν(ε) |
θα μετανιώσουν(ε) | να μετανιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετανιώσει | είχα μετανιώσει | θα έχω μετανιώσει | να έχω μετανιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετανιώσει | είχες μετανιώσει | θα έχεις μετανιώσει | να έχεις μετανιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετανιώσει | είχε μετανιώσει | θα έχει μετανιώσει | να έχει μετανιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετανιώσει | είχαμε μετανιώσει | θα έχουμε μετανιώσει | να έχουμε μετανιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετανιώσει | είχατε μετανιώσει | θα έχετε μετανιώσει | να έχετε μετανιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετανιώσει | είχαν μετανιώσει | θα έχουν μετανιώσει | να έχουν μετανιώσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μετανιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.