repentir
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
repentir (fr) αρσενικό
- η μετάνοια
- η θλίψη
- διόρθωση ενός πίνακα ζωγραφικής που γίνεται κατά τη διάρκεια της κατασκευής του
Παλαιά γαλλικά (fro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.