μεταμορφωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταμορφωτής | οι | μεταμορφωτές |
| γενική | του | μεταμορφωτή | των | μεταμορφωτών |
| αιτιατική | τον | μεταμορφωτή | τους | μεταμορφωτές |
| κλητική | μεταμορφωτή | μεταμορφωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταμορφωτής < μεταμορφώνω + -τής
Ουσιαστικό
μεταμορφωτής αρσενικό θηλυκό: μεταμορφώτρια / μεταμορφώτρα)
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) αυτός που μεταμορφώνει
- (παρωχημένο, ηλεκτρολογία) μετασχηματιστής
Μεταφράσεις
μεταμορφωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.