μεταμορφωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταμορφωτής οι μεταμορφωτές
      γενική του μεταμορφωτή των μεταμορφωτών
    αιτιατική τον μεταμορφωτή τους μεταμορφωτές
     κλητική μεταμορφωτή μεταμορφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταμορφωτής < μεταμορφώνω + -τής

Ουσιαστικό

μεταμορφωτής αρσενικό θηλυκό: μεταμορφώτρια / μεταμορφώτρα)

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) αυτός που μεταμορφώνει
  2. (παρωχημένο, ηλεκτρολογία) μετασχηματιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.