μεταμορφώτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταμορφώτρα οι μεταμορφώτρες
      γενική της μεταμορφώτρας
    αιτιατική τη μεταμορφώτρα τις μεταμορφώτρες
     κλητική μεταμορφώτρα μεταμορφώτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταμορφώτρα < μεταμορφωτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

μεταμορφώτρα θηλυκό

Πηγές

  • μεταμορφώτρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.