μεταλυκειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλυκειακός η μεταλυκειακή το μεταλυκειακό
      γενική του μεταλυκειακού της μεταλυκειακής του μεταλυκειακού
    αιτιατική τον μεταλυκειακό τη μεταλυκειακή το μεταλυκειακό
     κλητική μεταλυκειακέ μεταλυκειακή μεταλυκειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλυκειακοί οι μεταλυκειακές τα μεταλυκειακά
      γενική των μεταλυκειακών των μεταλυκειακών των μεταλυκειακών
    αιτιατική τους μεταλυκειακούς τις μεταλυκειακές τα μεταλυκειακά
     κλητική μεταλυκειακοί μεταλυκειακές μεταλυκειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταλυκειακός < μετα- + λυκειακός

Επίθετο

μεταλυκειακός

  1. που αφορά εκπαιδευτική βαθμίδα μετά το λύκειο
  2. που γίνεται ή συμβαίνει σε χρονική στιγμή μετά από τη φοίτηση στο λύκειο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.