μεταλεξικογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλεξικογραφία οι μεταλεξικογραφίες
      γενική της μεταλεξικογραφίας των μεταλεξικογραφιών
    αιτιατική τη μεταλεξικογραφία τις μεταλεξικογραφίες
     κλητική μεταλεξικογραφία μεταλεξικογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταλεξικογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metalexicography < αρχαία ελληνική μετά + λέξις + γράφω. Αναλύεται σε μετα- + λεξικο- + -γραφία

Ουσιαστικό

μεταλεξικογραφία[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μεταλεξικογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.