μετακινημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετακινημένος | η | μετακινημένη | το | μετακινημένο |
| γενική | του | μετακινημένου | της | μετακινημένης | του | μετακινημένου |
| αιτιατική | τον | μετακινημένο | τη | μετακινημένη | το | μετακινημένο |
| κλητική | μετακινημένε | μετακινημένη | μετακινημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετακινημένοι | οι | μετακινημένες | τα | μετακινημένα |
| γενική | των | μετακινημένων | των | μετακινημένων | των | μετακινημένων |
| αιτιατική | τους | μετακινημένους | τις | μετακινημένες | τα | μετακινημένα |
| κλητική | μετακινημένοι | μετακινημένες | μετακινημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετακινώ
Μεταφράσεις
μετακινημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.