μεταγραμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταγραμμένος η μεταγραμμένη το μεταγραμμένο
      γενική του μεταγραμμένου της μεταγραμμένης του μεταγραμμένου
    αιτιατική τον μεταγραμμένο τη μεταγραμμένη το μεταγραμμένο
     κλητική μεταγραμμένε μεταγραμμένη μεταγραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταγραμμένοι οι μεταγραμμένες τα μεταγραμμένα
      γενική των μεταγραμμένων των μεταγραμμένων των μεταγραμμένων
    αιτιατική τους μεταγραμμένους τις μεταγραμμένες τα μεταγραμμένα
     κλητική μεταγραμμένοι μεταγραμμένες μεταγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταγράφω

Μετοχή

μεταγραμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.