μεταβιβάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταβιβάσιμος | η | μεταβιβάσιμη | το | μεταβιβάσιμο |
| γενική | του | μεταβιβάσιμου | της | μεταβιβάσιμης | του | μεταβιβάσιμου |
| αιτιατική | τον | μεταβιβάσιμο | τη | μεταβιβάσιμη | το | μεταβιβάσιμο |
| κλητική | μεταβιβάσιμε | μεταβιβάσιμη | μεταβιβάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταβιβάσιμοι | οι | μεταβιβάσιμες | τα | μεταβιβάσιμα |
| γενική | των | μεταβιβάσιμων | των | μεταβιβάσιμων | των | μεταβιβάσιμων |
| αιτιατική | τους | μεταβιβάσιμους | τις | μεταβιβάσιμες | τα | μεταβιβάσιμα |
| κλητική | μεταβιβάσιμοι | μεταβιβάσιμες | μεταβιβάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταβιβάσιμος < μεταβιβάζω + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transférable[1])
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεταβιβάζω
Μεταφράσεις
μεταβιβάσιμος
- μεταβιβάσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.