μετάλλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάλλευση οι μεταλλεύσεις
      γενική της μετάλλευσης* των μεταλλεύσεων
    αιτιατική τη μετάλλευση τις μεταλλεύσεις
     κλητική μετάλλευση μεταλλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάλλευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μετάλλευση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.