μετάλλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάλλευση | οι | μεταλλεύσεις |
| γενική | της | μετάλλευσης* | των | μεταλλεύσεων |
| αιτιατική | τη | μετάλλευση | τις | μεταλλεύσεις |
| κλητική | μετάλλευση | μεταλλεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάλλευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μετάλλευση θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- μεταλλοβιομηχανία
- μεταλλουργία
- μεταλλουργική
- μεταλλοτεχνική
- μεταλλοτεχνία
- ηλεκτρομεταλλουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.