ηλεκτρομεταλλουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρομεταλλουργία οι ηλεκτρομεταλλουργίες
      γενική της ηλεκτρομεταλλουργίας των ηλεκτρομεταλλουργιών
    αιτιατική την ηλεκτρομεταλλουργία τις ηλεκτρομεταλλουργίες
     κλητική ηλεκτρομεταλλουργία ηλεκτρομεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτρομεταλλουργία < ηλεκτρο- + μεταλλουργία

Ουσιαστικό

ηλεκτρομεταλλουργία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.