μετάλλαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάλλαξη | οι | μεταλλάξεις |
| γενική | της | μετάλλαξης* | των | μεταλλάξεων |
| αιτιατική | τη | μετάλλαξη | τις | μεταλλάξεις |
| κλητική | μετάλλαξη | μεταλλάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάλλαξη< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transmutation (ή από τα γαλλικά) < αρχαία ελληνική μετάλλαξις (ανταλλαγή) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈta.la.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τάλ‐λα‐ξη
Ουσιαστικό
μετάλλαξη θηλυκό
- (βιολογία, επιδημιολογία) μεταβολή του DNA, είτε γονιδιακή, είτε χρωμοσωμική. Κάποιες από τις μεταλλάξεις μπορεί να μεταβιβαστούν σε επόμενη γενεά [2]
- (μεταφορικά) μεγάλη, δραματική αλλαγή. μεταλλαγή από μια μορφή σε άλλη
Αναφορές
- μετάλλαξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μεταλλάξεις Αλεπόρου-Μαρίνου, Β, κ.ά. (1999) Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης Γ' Λυκείου. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.