μεταμόρφωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταμόρφωση οι μεταμορφώσεις
      γενική της μεταμόρφωσης* των μεταμορφώσεων
    αιτιατική τη μεταμόρφωση τις μεταμορφώσεις
     κλητική μεταμόρφωση μεταμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταμόρφωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταμόρφωσις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈmoɾ.fo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμόρφωση

Ουσιαστικό

μεταμόρφωση θηλυκό

  1. (βιολογία) η μεταβολή της φυσικής κατάστασης ενός φυτού ή ζώου
  2. (γεωλογία) η διαδικασία μετατροπής ενός πετρώματος μαγματικής ή ιζηματογενούς προέλευσης σε άλλο, νέο πέτρωμα σχεδόν ίδιας σύστασης αλλά διαφορετικής υφής.
  3. τοπωνύμιο (Μεταμόρφωση)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.