μεταγγίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταγγίζω < (ελληνιστική κοινή) μεταγγίζω < μετά + αρχαία ελληνική ἄγγος

Ρήμα

μεταγγίζω (παθητική φωνή: μεταγγίζομαι)

  1. διοχετεύω κάποιο υγρό από ένα μέρος σε άλλο
  2. (ιατρική) χορηγώ αίμα ενδοφλεβίως σε κάποιον από το αίμα συμβατού δότη

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταγγίζω < μετά + αρχαία ελληνική ἄγγος

Ρήμα

μεταγγίζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.