αφαιμαξομετάγγιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφαιμαξομετάγγιση οι αφαιμαξομεταγγίσεις
      γενική της αφαιμαξομετάγγισης* των αφαιμαξομεταγγίσεων
    αιτιατική την αφαιμαξομετάγγιση τις αφαιμαξομεταγγίσεις
     κλητική αφαιμαξομετάγγιση αφαιμαξομεταγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφαιμαξομεταγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφαιμαξομετάγγιση < αφαίμαξη + -ο- + μετάγγιση

Ουσιαστικό

αφαιμαξομετάγγιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.