μεσοφόρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοφόρι τα μεσοφόρια
      γενική του μεσοφοριού των μεσοφοριών
    αιτιατική το μεσοφόρι τα μεσοφόρια
     κλητική μεσοφόρι μεσοφόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ροζ μεσοφόρι

Ετυμολογία

μεσοφόρι < μεσο- + φορ(ώ) + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.soˈfo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεσοφόρι

Ουσιαστικό

μεσοφόρι ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν
  2. (μεταφορικά) για γυναίκαι που επηρεάζει πολύ κάποιον
    Είναι κολλημένος στο μεσοφόρι' της, δεν κάνει τίποτα αν δεν το θελήσει εκείνη.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.