κομπινεζόν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπι‐νε‐ζόν
Ουσιαστικό
κομπινεζόν ουδέτερο άκλιτο
- κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, μισοφόρι
Μεταφράσεις
κομπινεζόν
|
|
Αναφορές
- κομπινεζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
