κομπινεζόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομπινεζόν < γαλλική combinaison[1]
Ένα μοβ κομπινεζόν.

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομπινεζόν

Ουσιαστικό

κομπινεζόν ουδέτερο άκλιτο

  • κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, μισοφόρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.