Μεσοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεσοπόλεμος | ||
| γενική | του | Μεσοπόλεμου & Μεσοπολέμου | ||
| αιτιατική | τον | Μεσοπόλεμο | ||
| κλητική | Μεσοπόλεμε | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεσοπόλεμος < → δείτε τη λέξη μεσοπόλεμος
Ουσιαστικό
Μεσοπόλεμος αρσενικό
- (ιστορία) ο μεσοπόλεμος μεταξύ της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Νοέμβριος 1918) και της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Σεπτέμβριος 1939)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Μεσοπόλεμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.