μεσοπολεμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοπολεμικός η μεσοπολεμική το μεσοπολεμικό
      γενική του μεσοπολεμικού της μεσοπολεμικής του μεσοπολεμικού
    αιτιατική τον μεσοπολεμικό τη μεσοπολεμική το μεσοπολεμικό
     κλητική μεσοπολεμικέ μεσοπολεμική μεσοπολεμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοπολεμικοί οι μεσοπολεμικές τα μεσοπολεμικά
      γενική των μεσοπολεμικών των μεσοπολεμικών των μεσοπολεμικών
    αιτιατική τους μεσοπολεμικούς τις μεσοπολεμικές τα μεσοπολεμικά
     κλητική μεσοπολεμικοί μεσοπολεμικές μεσοπολεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοπολεμικός < μεσοπόλεμος + -ικός

Επίθετο

μεσοπολεμικός

μεσοπολεμική περίοδος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.