μεσοπρόθεσμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεσοπρόθεσμα < μεσοπρόθεσμος + -α
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μεσοπρόθεσμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεσοπρόθεσμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεσοπρόθεσμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.