μεσοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσοπαθητικός | η | μεσοπαθητική | το | μεσοπαθητικό |
| γενική | του | μεσοπαθητικού | της | μεσοπαθητικής | του | μεσοπαθητικού |
| αιτιατική | τον | μεσοπαθητικό | τη | μεσοπαθητική | το | μεσοπαθητικό |
| κλητική | μεσοπαθητικέ | μεσοπαθητική | μεσοπαθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσοπαθητικοί | οι | μεσοπαθητικές | τα | μεσοπαθητικά |
| γενική | των | μεσοπαθητικών | των | μεσοπαθητικών | των | μεσοπαθητικών |
| αιτιατική | τους | μεσοπαθητικούς | τις | μεσοπαθητικές | τα | μεσοπαθητικά |
| κλητική | μεσοπαθητικοί | μεσοπαθητικές | μεσοπαθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μεσοπαθητικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- μεσοπαθητική φωνή
- → δείτε τις λέξεις μέσος, παθητικός και παθαίνω
-
Mediopassive voice στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- μεσοπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.