μεσοπαθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοπαθητικός η μεσοπαθητική το μεσοπαθητικό
      γενική του μεσοπαθητικού της μεσοπαθητικής του μεσοπαθητικού
    αιτιατική τον μεσοπαθητικό τη μεσοπαθητική το μεσοπαθητικό
     κλητική μεσοπαθητικέ μεσοπαθητική μεσοπαθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοπαθητικοί οι μεσοπαθητικές τα μεσοπαθητικά
      γενική των μεσοπαθητικών των μεσοπαθητικών των μεσοπαθητικών
    αιτιατική τους μεσοπαθητικούς τις μεσοπαθητικές τα μεσοπαθητικά
     κλητική μεσοπαθητικοί μεσοπαθητικές μεσοπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοπαθητικός < μέσος + -ο- + παθητικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική médio-passif[1])

Επίθετο

μεσοπαθητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.