μεσοκάθετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοκάθετος η μεσοκάθετος
& μεσοκάθετη
το μεσοκάθετο
      γενική του μεσοκαθέτου
& μεσοκάθετου
της μεσοκαθέτου
& μεσοκάθετης
του μεσοκαθέτου
& μεσοκάθετου
    αιτιατική τον μεσοκάθετο τη μεσοκάθετο
& μεσοκάθετη
το μεσοκάθετο
     κλητική μεσοκάθετε μεσοκάθετε
& μεσοκάθετη
μεσοκάθετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοκάθετοι οι μεσοκάθετοι
& μεσοκάθετες
τα μεσοκάθετα
      γενική των μεσοκαθέτων
& μεσοκάθετων
των μεσοκαθέτων
& μεσοκάθετων
των μεσοκαθέτων
& μεσοκάθετων
    αιτιατική τους μεσοκαθέτους
& μεσοκάθετους
τις μεσοκαθέτους
& μεσοκάθετες
τα μεσοκάθετα
     κλητική μεσοκάθετοι μεσοκάθετοι
& μεσοκάθετες
μεσοκάθετα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
γεωμετρική μέθοδος χάραξης της μεσοκαθέτου ενός ευθύγραμμου τμήματος

Ετυμολογία

μεσοκάθετος < μεσο- + κάθετος

Επίθετο

μεσοκάθετος, -ος/-η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.