μεσάντρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσάντρα οι μεσάντρες
      γενική της μεσάντρας
    αιτιατική τη μεσάντρα τις μεσάντρες
     κλητική μεσάντρα μεσάντρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσάντρα < τουρκική musandra

Ουσιαστικό

μεσάντρα θηλυκό

  • (παρωχημένο) ξύλινη ντουλάπα που καλύπτει τη μια πλευρά του δωματίου σε παραδοσιακά σπίτια
      Τα τελευταία διαθέτουν τζάκι, μπασιά για τον ύπνο και μεσάντρα ή μισάντρα ή μουσάντρα (= μεγάλο εντοιχισμένο ντουλάπι για τα κλινοσκεπάσματα). (Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016)

[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
  2. Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.