μασάντρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μασάντρα | οι | μασάντρες |
| γενική | της | μασάντρας | — | |
| αιτιατική | τη | μασάντρα | τις | μασάντρες |
| κλητική | μασάντρα | μασάντρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μασάντρα < τουρκική musandra
Αναφορές
- Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
- Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.