μισάντρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μισάντρα | οι | μισάντρες |
| γενική | της | μισάντρας | — | |
| αιτιατική | τη | μισάντρα | τις | μισάντρες |
| κλητική | μισάντρα | μισάντρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισάντρα < τουρκική musandra
Ουσιαστικό
μισάντρα θηλυκό
Αναφορές
- Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.