μεσάζων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεσάζων < αρχαία ελληνική μεσάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσάζω < μέσος
Ουσιαστικό
μεσάζων αρσενικό (θηλυκό μεσάζουσα)
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ενδιάμεσος έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό και μεταπουλά σε άλλον έμπορο
- Θα 'ρθουν πάλι τσούρμο οι μεσάζοντες / θα κερδοσκοπήσουν οι μεσάζοντες / κι εμείς τα ίδια θα 'μαστε άλλη μια φορά [1]
- (γενικότερα, επάγγελμα) ο άνθρωπος που παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους άλλους ανθρώπους ώστε να τους φέρει σε επικοινωνία με σκοπό κάποιο όφελος, συνήθως οικονομικό
Μεταφράσεις
γενικότερα
|
Αναφορές
- στίχοι του «Όχι δεν πουλάμε» του Θωμά Μπακαλάκου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.