μερισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μερισμένος η μερισμένη το μερισμένο
      γενική του μερισμένου της μερισμένης του μερισμένου
    αιτιατική τον μερισμένο τη μερισμένη το μερισμένο
     κλητική μερισμένε μερισμένη μερισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μερισμένοι οι μερισμένες τα μερισμένα
      γενική των μερισμένων των μερισμένων των μερισμένων
    αιτιατική τους μερισμένους τις μερισμένες τα μερισμένα
     κλητική μερισμένοι μερισμένες μερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μερίζω

Μετοχή

μερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.