μερικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μερικότητα | οι | μερικότητες |
| γενική | της | μερικότητας | των | μερικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μερικότητα | τις | μερικότητες |
| κλητική | μερικότητα | μερικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μερικότητα < ήδη το 1761 (→ δείτε μεσαιωνική ελληνική μερικότης). Μορφολογικά αναλύεται σε μερικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
μερικότητα θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μερικότητα
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μερικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.