γενικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενικότητα | οι | γενικότητες |
| γενική | της | γενικότητας | των | γενικοτήτων |
| αιτιατική | τη | γενικότητα | τις | γενικότητες |
| κλητική | γενικότητα | γενικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενικότητα < αρχαία ελληνική γενικός
Ουσιαστικό
γενικότητα θηλυκό
- η ασάφεια, η αοριστολογία ή η έκφραση με αόριστο τρόπο, ο μη συγκεκριμένος προσδιορισμός
- που αφορά περισσότερα από ένα στοιχείο, που αφορά πολλά ή πολλούς, η καθολικότητα
Μεταφράσεις
γενικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.