μελιτζανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μελιτζανής | η | μελιτζανιά | το | μελιτζανί |
| γενική | του | μελιτζανή & μελιτζανιού |
της | μελιτζανιάς | του | μελιτζανιού (μελιτζανί) |
| αιτιατική | τον | μελιτζανή | τη | μελιτζανιά | το | μελιτζανί |
| κλητική | μελιτζανή | μελιτζανιά | μελιτζανί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μελιτζανιοί | οι | μελιτζανιές | τα | μελιτζανιά |
| γενική | των | μελιτζανιών | των | μελιτζανιών | των | μελιτζανιών |
| αιτιατική | τους | μελιτζανιούς | τις | μελιτζανιές | τα | μελιτζανιά |
| κλητική | μελιτζανιοί | μελιτζανιές | μελιτζανιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, μελιτζανί. | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μελιτζανής < μελιτζάν(α) + -ής
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.li.d͡zaˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λι‐τζα‐νής
Επίθετο
μελιτζανής, -ιά, -ί και άκλιτο μελιτζανί
- που έχει το χρώμα της μελιτζάνας
μελιτζανής (χρώμα):
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.