μελιτζανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μελιτζανιά | οι | μελιτζανιές |
| γενική | της | μελιτζανιάς | των | μελιτζανιών |
| αιτιατική | τη | μελιτζανιά | τις | μελιτζανιές |
| κλητική | μελιτζανιά | μελιτζανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελιτζανιά < μελιτζάν(α) + -ιά
Μεταφράσεις
μελιτζανιά
|
|
Ετυμολογία 2
- μελιτζανιά < μελιτζανί, από το χρώμα του αιματώματος που δημιουργούσαν παλαιότερα οι χειροπέδες στον καρπό
Ουσιαστικό 2
μελιτζανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αργκό) οι χειροπέδες (στη γλώσσα των κακοποιών) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μελιτζάνα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μελιτζανιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μελιτζανής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μελιτζανής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
