μελανιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μελανιασμένος | η | μελανιασμένη | το | μελανιασμένο |
| γενική | του | μελανιασμένου | της | μελανιασμένης | του | μελανιασμένου |
| αιτιατική | τον | μελανιασμένο | τη | μελανιασμένη | το | μελανιασμένο |
| κλητική | μελανιασμένε | μελανιασμένη | μελανιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μελανιασμένοι | οι | μελανιασμένες | τα | μελανιασμένα |
| γενική | των | μελανιασμένων | των | μελανιασμένων | των | μελανιασμένων |
| αιτιατική | τους | μελανιασμένους | τις | μελανιασμένες | τα | μελανιασμένα |
| κλητική | μελανιασμένοι | μελανιασμένες | μελανιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μελανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μελανιάζω
Μεταφράσεις
μελανιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.