δυσφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσφαγία | οι | δυσφαγίες |
| γενική | της | δυσφαγίας | των | δυσφαγιών |
| αιτιατική | τη | δυσφαγία | τις | δυσφαγίες |
| κλητική | δυσφαγία | δυσφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσφαγία < (λόγιο δάνειο) γαλλική dysphagie[1], αναλύεται δυσ- + -φαγία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
- δυσφαγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.