δυσφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφαγία οι δυσφαγίες
      γενική της δυσφαγίας των δυσφαγιών
    αιτιατική τη δυσφαγία τις δυσφαγίες
     κλητική δυσφαγία δυσφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσφαγία < (λόγιο δάνειο) γαλλική dysphagie[1], αναλύεται δυσ- + -φαγία

Ουσιαστικό

δυσφαγία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.