μεγαλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλόφωνος | η | μεγαλόφωνη | το | μεγαλόφωνο |
| γενική | του | μεγαλόφωνου | της | μεγαλόφωνης | του | μεγαλόφωνου |
| αιτιατική | τον | μεγαλόφωνο | τη | μεγαλόφωνη | το | μεγαλόφωνο |
| κλητική | μεγαλόφωνε | μεγαλόφωνη | μεγαλόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλόφωνοι | οι | μεγαλόφωνες | τα | μεγαλόφωνα |
| γενική | των | μεγαλόφωνων | των | μεγαλόφωνων | των | μεγαλόφωνων |
| αιτιατική | τους | μεγαλόφωνους | τις | μεγαλόφωνες | τα | μεγαλόφωνα |
| κλητική | μεγαλόφωνοι | μεγαλόφωνες | μεγαλόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεγαλόφωνος < αρχαία ελληνική μεγαλόφωνος < μέγας + φωνή
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μεγαλόφωνα
- μεγαλοφώνως
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και φωνή
Μεταφράσεις
μεγαλόφωνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.