μεγαλόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόφωνος η μεγαλόφωνη το μεγαλόφωνο
      γενική του μεγαλόφωνου της μεγαλόφωνης του μεγαλόφωνου
    αιτιατική τον μεγαλόφωνο τη μεγαλόφωνη το μεγαλόφωνο
     κλητική μεγαλόφωνε μεγαλόφωνη μεγαλόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόφωνοι οι μεγαλόφωνες τα μεγαλόφωνα
      γενική των μεγαλόφωνων των μεγαλόφωνων των μεγαλόφωνων
    αιτιατική τους μεγαλόφωνους τις μεγαλόφωνες τα μεγαλόφωνα
     κλητική μεγαλόφωνοι μεγαλόφωνες μεγαλόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλόφωνος < αρχαία ελληνική μεγαλόφωνος < μέγας + φωνή

Επίθετο

μεγαλόφωνος -η -ο

  1. που έχει δυνατή φωνή
  2. που γίνεται ή λέγεται με μεγάλη (δυνατή) φωνή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.