μεγαλόνησος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλόνησος οι μεγαλόνησοι
      γενική της μεγαλονήσου των μεγαλονήσων
    αιτιατική τη μεγαλόνησο τις μεγαλονήσους
     κλητική μεγαλόνησε μεγαλόνησοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλόνησος < μεγαλό- + νήσος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.ni.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλόνησος

Ουσιαστικό

μεγαλόνησος θηλυκό

  1. (γεωγραφία) οποιοδήποτε νησί;ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους
  2. (ειδικότερα) συνήθης ονομασία της Κρήτης και της Κύπρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.