μεγαλουσιάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγαλουσιάνος | οι | μεγαλουσιάνοι |
| γενική | του | μεγαλουσιάνου | των | μεγαλουσιάνων |
| αιτιατική | τον | μεγαλουσιάνο | τους | μεγαλουσιάνους |
| κλητική | μεγαλουσιάνε | μεγαλουσιάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαλουσιάνος < μεγάλος + -ουσιάνος[1] (πβ. πρωτευουσιάνος)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣa.luˈsça.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λου‐σιά‐νος
Ουσιαστικό
μεγαλουσιάνος αρσενικό (θηλυκό μεγαλουσιάνα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεγάλος
- μεσαιωνική ελληνική μεγαλοσιάνος
Μεταφράσεις
μεγαλουσιάνος
|
|
Αναφορές
- μεγαλουσιάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.