μαϊμουδίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαϊμουδίστικος η μαϊμουδίστικη το μαϊμουδίστικο
      γενική του μαϊμουδίστικου της μαϊμουδίστικης του μαϊμουδίστικου
    αιτιατική τον μαϊμουδίστικο τη μαϊμουδίστικη το μαϊμουδίστικο
     κλητική μαϊμουδίστικε μαϊμουδίστικη μαϊμουδίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαϊμουδίστικοι οι μαϊμουδίστικες τα μαϊμουδίστικα
      γενική των μαϊμουδίστικων των μαϊμουδίστικων των μαϊμουδίστικων
    αιτιατική τους μαϊμουδίστικους τις μαϊμουδίστικες τα μαϊμουδίστικα
     κλητική μαϊμουδίστικοι μαϊμουδίστικες μαϊμουδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

μαϊμουδίστικος < μαϊμουδίζω

Επίθετο

μαϊμουδίστικος,η,ο

  1. που σχετίζεται με τη συμπεριφορά της μαϊμούς και, συνήθως με το μιμητισμό της, ο μιμητισμός
  2. που σχετίζεται με την πονηριά της μαϊμούς, η απατηλός,ο πονηρός
  3. που μοιάζει στην γενικότερη εικόνα της μαϊμούς: μασάει έντονα, έχει προγναθισμό, μακριά χέρια κ.λπ.
  4. πιθηκήσιος, πιθηκοειδής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.