μαϊμουδίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαϊμουδίστικος | η | μαϊμουδίστικη | το | μαϊμουδίστικο |
| γενική | του | μαϊμουδίστικου | της | μαϊμουδίστικης | του | μαϊμουδίστικου |
| αιτιατική | τον | μαϊμουδίστικο | τη | μαϊμουδίστικη | το | μαϊμουδίστικο |
| κλητική | μαϊμουδίστικε | μαϊμουδίστικη | μαϊμουδίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαϊμουδίστικοι | οι | μαϊμουδίστικες | τα | μαϊμουδίστικα |
| γενική | των | μαϊμουδίστικων | των | μαϊμουδίστικων | των | μαϊμουδίστικων |
| αιτιατική | τους | μαϊμουδίστικους | τις | μαϊμουδίστικες | τα | μαϊμουδίστικα |
| κλητική | μαϊμουδίστικοι | μαϊμουδίστικες | μαϊμουδίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- μαϊμουδίστικος < μαϊμουδίζω
Επίθετο
μαϊμουδίστικος,η,ο
- που σχετίζεται με τη συμπεριφορά της μαϊμούς και, συνήθως με το μιμητισμό της, ο μιμητισμός
- που σχετίζεται με την πονηριά της μαϊμούς, η απατηλός,ο πονηρός
- που μοιάζει στην γενικότερη εικόνα της μαϊμούς: μασάει έντονα, έχει προγναθισμό, μακριά χέρια κ.λπ.
- πιθηκήσιος, πιθηκοειδής
Συγγενικά
- μαϊμουδίστικα επίρρημα
- μαϊμουδάκι
- μαϊμουδίτσα
- μαϊμουδιάρης
- μαϊμουδισμός
- μαϊμού (το ζώο και το φτηνό αντίγραφο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.