μαϊμουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαϊμουδάκι | τα | μαϊμουδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μαϊμουδάκι | τα | μαϊμουδάκια |
| κλητική | μαϊμουδάκι | μαϊμουδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαϊμουδάκι < μαϊμουδ(ες) + -άκι (κατά το παιδάκι) ή απο το μαϊμουδίζω
Ουσιαστικό
μαϊμουδάκι ουδέτερο
- το μικρό της μαϊμούς, το πιθηκάκι, σε ακόμα πιο τρυφερή εκφορά
- Ρωτήσαν τη μαϊμού ποιο είναι το πιο όμορφο πλάσμα, και είπε το μαϊμουδάκι της (για την μητρική αγάπη που μεγεθύνει συχνά τις αρετές των παιδιών)
- τρυφερός χαρακτηρισμός για παιδικά φερσίματα που προσομοιάζουν στης μαϊμούς
- Μη μασάς σαν μαϊμουδάκι
- παιχνίδι ή γενικά λούτρινο αντικείμενο με τη μορφή μικρής μαϊμούς
Συγγενικά
- μαϊμουδίστικος
- μαϊμουδίτσα
- μαϊμουδιάρης
- μαϊμουδισμός
- μαϊμού (το ζώο και το φτηνό αντίγραφο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.