μαϊμουδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαϊμουδάκι τα μαϊμουδάκια
      γενική
    αιτιατική το μαϊμουδάκι τα μαϊμουδάκια
     κλητική μαϊμουδάκι μαϊμουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαϊμουδάκι < μαϊμουδ(ες) + -άκι (κατά το παιδάκι) ή απο το μαϊμουδίζω

Ουσιαστικό

μαϊμουδάκι ουδέτερο

  1. το μικρό της μαϊμούς, το πιθηκάκι, σε ακόμα πιο τρυφερή εκφορά
    Ρωτήσαν τη μαϊμού ποιο είναι το πιο όμορφο πλάσμα, και είπε το μαϊμουδάκι της (για την μητρική αγάπη που μεγεθύνει συχνά τις αρετές των παιδιών)
  2. τρυφερός χαρακτηρισμός για παιδικά φερσίματα που προσομοιάζουν στης μαϊμούς
    Μη μασάς σαν μαϊμουδάκι
  3. παιχνίδι ή γενικά λούτρινο αντικείμενο με τη μορφή μικρής μαϊμούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαϊμού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.