μαφιόζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαφιόζικος | η | μαφιόζικη | το | μαφιόζικο |
| γενική | του | μαφιόζικου | της | μαφιόζικης | του | μαφιόζικου |
| αιτιατική | τον | μαφιόζικο | τη | μαφιόζικη | το | μαφιόζικο |
| κλητική | μαφιόζικε | μαφιόζικη | μαφιόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαφιόζικοι | οι | μαφιόζικες | τα | μαφιόζικα |
| γενική | των | μαφιόζικων | των | μαφιόζικων | των | μαφιόζικων |
| αιτιατική | τους | μαφιόζικους | τις | μαφιόζικες | τα | μαφιόζικα |
| κλητική | μαφιόζικοι | μαφιόζικες | μαφιόζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαφιόζικος < μαφιόζος
Επίθετο
μαφιόζικος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.