μαφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαφία οι μαφίες
      γενική της μαφίας των (μαφιών)
    αιτιατική τη μαφία τις μαφίες
     κλητική μαφία μαφίες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαφία < αγγλική Mafia < σικελική mafia < αραβική

Ουσιαστικό

μαφία θηλυκό

  1. εγκληματική οργάνωση με ρίζες στη Σικελία που δρα στις ΗΠΑ
  2. άλλης εθνικότητας εγκληματική οργάνωση
    η ρωσική μαφία
  3. (μεταφορικά) ένας κύκλος προσώπων που δρα παράνομα στο εσωτερικό ενός οργανισμού
  4. (μεταφορικά) ένα άτομο με μεγάλη εξυπνάδα και ικανότητα
    μεγάλη μαφία ο Δημητράκης!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.