μαφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαφία | οι | μαφίες |
| γενική | της | μαφίας | των | (μαφιών) |
| αιτιατική | τη | μαφία | τις | μαφίες |
| κλητική | μαφία | μαφίες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαφία θηλυκό
- εγκληματική οργάνωση με ρίζες στη Σικελία που δρα στις ΗΠΑ
- άλλης εθνικότητας εγκληματική οργάνωση
- η ρωσική μαφία
- (μεταφορικά) ένας κύκλος προσώπων που δρα παράνομα στο εσωτερικό ενός οργανισμού
- (μεταφορικά) ένα άτομο με μεγάλη εξυπνάδα και ικανότητα
- μεγάλη μαφία ο Δημητράκης!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.