μαφιόζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαφιόζος οι μαφιόζοι
      γενική του μαφιόζου των μαφιόζων
    αιτιατική τον μαφιόζο τους μαφιόζους
     κλητική μαφιόζε μαφιόζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαφιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική mafioso

Ουσιαστικό

μαφιόζος αρσενικό (θηλυκό μαφιόζα)

  1. μέλος της μαφίας
  2. (κατ’ επέκταση) κακοποιός

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.