μαφιόζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαφιόζος | οι | μαφιόζοι |
| γενική | του | μαφιόζου | των | μαφιόζων |
| αιτιατική | τον | μαφιόζο | τους | μαφιόζους |
| κλητική | μαφιόζε | μαφιόζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαφιόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική mafioso
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.