μαυραγορίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαυραγορίτης | οι | μαυραγορίτες |
| γενική | του | μαυραγορίτη | των | μαυραγοριτών |
| αιτιατική | τον | μαυραγορίτη | τους | μαυραγορίτες |
| κλητική | μαυραγορίτη | μαυραγορίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαυραγορίτης < (μαύρη αγορά) μαυρ- + αγορ(ά) + -ίτης,
Ουσιαστικό
μαυραγορίτης αρσενικό (θηλυκό μαυραγορίτισσα)
- αυτός που εμπορεύεται και πουλάει προϊόντα στη μαύρη αγορά
- οι μαυραγορίτες της Κατοχής
Μεταφράσεις
μαυραγορίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.