μαυραγορίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαυραγορίτισσα | οι | μαυραγορίτισσες |
| γενική | της | μαυραγορίτισσας | — | |
| αιτιατική | τη | μαυραγορίτισσα | τις | μαυραγορίτισσες |
| κλητική | μαυραγορίτισσα | μαυραγορίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαυραγορίτισσα < μαυραγορίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαυραγορίτης
μαυραγορίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.