ματωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ματωμένος | η | ματωμένη | το | ματωμένο |
| γενική | του | ματωμένου | της | ματωμένης | του | ματωμένου |
| αιτιατική | τον | ματωμένο | τη | ματωμένη | το | ματωμένο |
| κλητική | ματωμένε | ματωμένη | ματωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ματωμένοι | οι | ματωμένες | τα | ματωμένα |
| γενική | των | ματωμένων | των | ματωμένων | των | ματωμένων |
| αιτιατική | τους | ματωμένους | τις | ματωμένες | τα | ματωμένα |
| κλητική | ματωμένοι | ματωμένες | ματωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ματωμένος παθητική μετοχή του ρήματος ματώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.