ματώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ματώνω , πρτ.: μάτωνα, στ.μέλλ.: θα ματώσω, αόρ.: μάτωσα, μτχ.π.π.: ματωμένος
- (μεταβατικό) προκαλώ σε ένα σημείο του σώματος (μικρή) αιμορραγία
- του έδωσε μια κλοτσιά στο γόνατο και του το μάτωσε
- (αμετάβατο) βγάζω (λίγο) αίμα ή λερώνομαι με αίμα
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) υποφέρω, βασανίζομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αίμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ματώνω | μάτωνα | θα ματώνω | να ματώνω | ματώνοντας | |
| β' ενικ. | ματώνεις | μάτωνες | θα ματώνεις | να ματώνεις | μάτωνε | |
| γ' ενικ. | ματώνει | μάτωνε | θα ματώνει | να ματώνει | ||
| α' πληθ. | ματώνουμε | ματώναμε | θα ματώνουμε | να ματώνουμε | ||
| β' πληθ. | ματώνετε | ματώνατε | θα ματώνετε | να ματώνετε | ματώνετε | |
| γ' πληθ. | ματώνουν(ε) | μάτωναν ματώναν(ε) |
θα ματώνουν(ε) | να ματώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάτωσα | θα ματώσω | να ματώσω | ματώσει | ||
| β' ενικ. | μάτωσες | θα ματώσεις | να ματώσεις | μάτωσε | ||
| γ' ενικ. | μάτωσε | θα ματώσει | να ματώσει | |||
| α' πληθ. | ματώσαμε | θα ματώσουμε | να ματώσουμε | |||
| β' πληθ. | ματώσατε | θα ματώσετε | να ματώσετε | ματώστε | ||
| γ' πληθ. | μάτωσαν ματώσαν(ε) |
θα ματώσουν(ε) | να ματώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ματώσει | είχα ματώσει | θα έχω ματώσει | να έχω ματώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ματώσει | είχες ματώσει | θα έχεις ματώσει | να έχεις ματώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ματώσει | είχε ματώσει | θα έχει ματώσει | να έχει ματώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ματώσει | είχαμε ματώσει | θα έχουμε ματώσει | να έχουμε ματώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ματώσει | είχατε ματώσει | θα έχετε ματώσει | να έχετε ματώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ματώσει | είχαν ματώσει | θα έχουν ματώσει | να έχουν ματώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.