αιματοχυσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιματοχυσία | οι | αιματοχυσίες |
| γενική | της | αιματοχυσίας | των | αιματοχυσιών |
| αιτιατική | την | αιματοχυσία | τις | αιματοχυσίες |
| κλητική | αιματοχυσία | αιματοχυσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιματοχυσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἱματοχυσία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ma.to.çiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐χυ‐σί‐α
Ουσιαστικό
αιματοχυσία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.