μαστορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστορικός η μαστορική το μαστορικό
      γενική του μαστορικού της μαστορικής του μαστορικού
    αιτιατική τον μαστορικό τη μαστορική το μαστορικό
     κλητική μαστορικέ μαστορική μαστορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστορικοί οι μαστορικές τα μαστορικά
      γενική των μαστορικών των μαστορικών των μαστορικών
    αιτιατική τους μαστορικούς τις μαστορικές τα μαστορικά
     κλητική μαστορικοί μαστορικές μαστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

μαστορικός < μάστορας + -ικός

Επίθετο

μαστορικός,ή,ό και μαστόρικος

  • ο σχετικός με τη μαστορική τέχνη και με τον μάστορα
η μαστορική τέχνη (που ουσιαστικοποιήθηκε), η μαστόρικη δουλειά, η μαστόρικη ποδιά
τα μαστορικά (που ουσιαστικοποιήθηκε): η αμοιβή των μαστόρων
τα μαστορικά και μαστόρικα (που ουσιαστικοποιήθηκαν): ο γλωσσικός κώδικας των μαστόρων (τα κορακίστικα, τα κουδαρίτικα, τα ντόρτικα κ.α.)
μαστόρικα και μαστορικά συνεργεία


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.