ντόρτικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ντόρτικα
      γενική των ντόρτικων
    αιτιατική τα ντόρτικα
     κλητική ντόρτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντόρτικα < ντόρτης (ο αθίγγανος της Ευρυτανίας)

Ουσιαστικό

ντόρτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των ντόρτικων)

  • μικτό λεξιλόγια των αθιγγάνων της Ευρυτανίας, που αν και είχαν εξελληνιστεί, μιλούσαν συνθηματικά παρεμβάλλοντας στα ελληνικά και δικές τους λέξεις, έτσι ώστε το νόημα να μη γίνεται αντιληπτό από όσους δεν ανήκαν στην ίδια φυλή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.