μαστίγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστίγωμα τα μαστιγώματα
      γενική του μαστιγώματος των μαστιγωμάτων
    αιτιατική το μαστίγωμα τα μαστιγώματα
     κλητική μαστίγωμα μαστιγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστίγωμα < μαστιγώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

μαστίγωμα ουδέτερο

  1. η μαστίγωση, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστιγώνω, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
    Οι ριπές του θαλασσινου νερού τον μαστίγωναν μανιασμένα, αλλά δεν έλεγε να φύγει από την πλώρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.